- δαιδαλόεις
- δαιδαλόεις, -εσσα, -εν (Α)δαιδάλεος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δαιδάλεος* με μετρική παρέκταση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαιδαλόεις — δαιδάλεος cunningly masc nom sg δαιδαλόεις masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλόεντα — δαιδάλεος cunningly neut nom/voc/acc pl δαιδάλεος cunningly masc acc sg δαιδαλόεις neut nom/voc/acc pl δαιδαλόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
βλαβόεις — βλαβόεις, εσσα, εν (Α) ο βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη + (ποιητ. κατάλ. επιθ.) όεις (πρβλ. αιθαλόεις, αμυγδαλόεις, ανθεμόεις, αχλυόεις, δαιδαλόεις, θυσανόεις, ιμερόεις, ιχθυόεις κ.ά.)] … Dictionary of Greek